- αναθεωρητής
- οαυτός που αναθεωρεί, που εξετάζει για δεύτερη φορά.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναθεωρώ. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε στον πληθυντικό (ἀναθεωρηταί*) από τον Αδαμάντιο Κοραή το 1830.ΠΑΡ. αναθεωρητικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναθεωρητικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αναθεώρηση ή ο αρμόδιος γι αυτήν (π.χ. «αναθεωρητική Βουλή») 2. αυτός που επιφέρει αναθεώρηση (π.χ. «αναθεωρητική απόφαση δικαστηρίου») 3. ο μη προσηλωμένος στις δογματικές αρχές, στις δογματικές αυστηρότητες ενός… … Dictionary of Greek
αναθεωρώ — ( έω) (Α ἀναθεωρῶ) εξετάζω εκ νέου, επανεξετάζω, ελέγχω με ακρίβεια νεοελλ. τροποποιώ, ανασκευάζω ριζικά τις ιδέες, τις θεωρίες ή τις αποφάσεις μου αρχ. εξετάζω, παρατηρώ προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θεωρῶ. ΠΑΡ. αναθεώρηση ( ις) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
ρεβιζιονιστής — ο, θηλ. ρεβιζιονίστρια, Νοπαδός τού ρεβιζιονισμού, αυτός που αναθεωρεί βασικές αρχές τής μαρξιστικής πολιτικής ή θεωρίας, αλλ. αναθεωρητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. revisionist (βλ. ρεβιζιονισμός)] … Dictionary of Greek
Ετσεγκαράι ι Εϊθαγκίρε, Χοσέ — (José Echegaray y Eizaguirre, Μαδρίτη 1832 – 1916). Ισπανός δραματικός συγγραφέας. Εξαίρετος μηχανικός, μαθηματικός και πολιτικός, διετέλεσε βουλευτής και μετά την ανατροπή της μοναρχίας επανειλημμένα υπουργός των Οικονομικών (σε αυτόν οφείλεται… … Dictionary of Greek